Προμήνυμα κρίσης
Ημερομηνία αρχικής ανάρτησης : 2015-08-10 07:59:00 Timestamp ID : 1439193540
Το παρόν σύντομο κείμενο έχει σκοπό να παρουσιάσει κάποιες σημαντικές παρατηρήσεις, οι οποίες προμήνυαν την έναρξη της μελλοντικής κρίσης στην ελληνική οικονομία.
Από το 1990 μέχρι το 2007(εξαίρεση το 1993), είναι εμφανές ότι η Ελλάδα πετύχαινε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης λόγω αυξημένης καταναλωτικής δαπάνης, είτε από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις είτε από το κράτος( ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση). Μέχρι το 2004, μπορούμε να πούμε ότι η καταναλωτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν περίπου στο 84%. Από κει και έπειτα παρουσιάζει μια ανοδική πορεία, που τα τελευταία χρόνια ξεπερνάει το 90% του ΑΕΠ της Ελλάδας, δηλαδή πρόκειται για υπερκατανάλωση.
Η υψηλή κατανάλωση με τη σειρά της, οδηγεί είτε σε μείωση της αποταμίευσης, είτε σε ανεπαρκή αποταμίευση. Όσο αφορά τα νοικοκυριά, είχαν μια ανεπαρκή αποταμίευση ήδη από το δεκαετία του 90’. Αυτό μπορεί να εξηγήσει την υψηλή άνοδο της καταναλωτικής ζήτησης με το πέρασμα των χρόνων. Επίσης, με την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη, οι καταναλωτές απέκτησαν περισσότερη αισιοδοξία, καθώς πίστευαν ότι θα μπορέσουν να αποκομίσουν αρκετά οφέλη, όπως αύξηση των δανειακών πόρων των νοικοκυριών. Έτσι κι έγινε, καθώς με την απελευθέρωση της αγοράς καταναλωτικής πίστης και των χαμηλών επιτοκίων λόγω σύγκλισης των επιτοκίων με εκείνα της ευρωζώνης, ενισχύθηκε τόσο η χρηματοδότηση των νοικοκυριών, όσο και η ζήτηση των δανείων. Επιπλέον να τονιστεί ότι η Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες του νότου(αναφέρομαι στο νότο καθώς αυτές θεωρούνται ως ‘προβληματικές χώρες’), όσο αφορά την καταναλωτική δαπάνη διατηρεί τα υψηλότερα επίπεδα.
Όσο αφορά τη δημόσια αποταμίευση, η Ελλάδα ήδη από το 1990 είχε δημοσιονομικά ελλείμματα, που οφείλονταν στους τόκους από παλιότερα δάνεια, είτε στα δάνεια που έπαιρναν για την πληρωμή των δανείων και τόκων. Ειδικά με την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη, υπήρξε σημαντική αύξηση της δημοσιονομικής χαλάρωσης με αποτέλεσμα να αυξηθούν σημαντικά τα δημοσιονομικά ελλείμματα της χώρας και στη συνέχεια να χρειάζονται περισσότερα δάνεια για να καλυφθούν τα ελλείμματα. Επίσης έντονο ήταν και το φαινόμενο της φοροδιαφυγής, με αποτέλεσμα να διογκώνεται και άλλο το δημοσιονομικό έλλειμμα.(δε θα γίνει περαιτέρω ανάλυση στα δημοσιονομικά ελλείμματα καθώς δεν είμαστε σίγουροι για την εγκυρότητα ορισμένων στοιχείων)
Άρα, μια πρώτη παρατήρηση, είναι ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε επαρκής εθνική αποταμίευση. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αυξημένη ιδιωτική κατανάλωση από πλευράς των νοικοκυριών αλλά και από τις ανισορροπίες στα δημοσιονομικά θέματα της χώρας. Αυτοί οι 2 βασικοί παράγοντες συνέβαλλαν στην ουσία στη δημιουργία χρόνιων προβλημάτων και ανισορροπιών, όπως στην αύξηση του δημόσιου χρέους, του μεγάλου ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών(θα αναλυθεί παρακάτω) καθώς και στη χειροτέρευση της καθαρής επενδυτικής θέσης της χώρας.
Ένας άλλος παράγοντας με ιδιαίτερη σημασία, είναι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η πορεία του εν λόγω ισοζυγίου, μας δίνει χρήσιμες πληροφορίες για την ανταγωνιστικότητα μιας χώρας. Ένα πλεονασματικό ισοζύγιο υποδηλώνει βελτίωση ανταγωνιστικότητας, ενώ ένα ελλειμματικό χειροτέρευση ανταγωνιστικότητας. Βέβαια, σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να μην είναι αρνητικό γεγονός να διατηρείς ένα ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, και αυτό εξαρτάται από τις πηγές της χρηματοδότησής του. Η Ελλάδα, από τη δεκαετία του 90’ και μετά , είχε συνεχώς ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, και αυτό υποδηλώνει ότι και οι επενδύσεις αυξάνονται γρηγορότερα από τις αποταμιεύσεις (απόλυτα λογικό αφού προαναφέρθηκε ότι οι αποταμιεύσεις της Ελλάδας ήταν ανεπαρκείς).
Το βασικό σημείο είναι αν οι επενδύσεις αυτές θα καταφέρουν να μεγεθύνουν την οικονομία και να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις, ή αν τελικά όλες αυτές οι εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών και ο επιπλέον δανεισμός, θα έχουν αρνητικές συνέπειες για την οικονομία. Στην περίπτωση της Ελλάδας, δυστυχώς έγινε το δεύτερο! Όπως ειπώθηκε, ένα ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δεν είναι πάντα αρνητικό φαινόμενο, υπό την προϋπόθεση να χρηματοδοτείται από ξένες άμεσες επενδύσεις. Στην περίπτωση της Ελλάδας οι άμεσες ξένες επενδύσεις ήταν ελάχιστες άρα το έλλειμμα έπρεπε να καλυφθεί και με τοποθετήσεις ξένων σε ελληνικά περιουσιακά στοιχεία , όπως ομόλογα και μετοχές, δηλαδή δανεισμό με λίγα λόγια. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις είναι σημαντικές διότι μεταφέρεται τεχνολογία και τεχνογνωσία στην χώρα υποδοχής με αποτέλεσμα να βελτιώνεται και η παραγωγικότητα της χώρας.
Εν κατακλείδι, είναι προφανές πως υπήρχαν ενδείξεις για μελλοντική κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Θα μπορούσε οποιοσδήποτε να προσθέσει ένα σωρό ενδείξεις. Γιατί όμως κανείς δεν έδινε σημασία τόσα χρόνια και κοίταζε μόνο το συμφέρον του;
ΜΙΧΑΛΗΣ ΔΡΑΜΙΤΙΝΟΣ
ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΚΠΑ