Κριτική στη ρίζα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
Ημερομηνία αρχικής ανάρτησης : 2015-12-24 10:43:00 Timestamp ID : 1450953780
«Στα ΑΕΙ κατοχυρώνεται η ελευθερία στην έρευνα και τη διδασκαλία, καθώς κι η ελεύθερη έκφραση και διακίνηση των ιδεών», λέει ο νομοθέτης στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του νόμου 4009 περί δομής, λειτουργίας, διασφάλισης της ποιότητας των σπουδών και διεθνοποίησης των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Μα δεν είναι μόνον ο νομοθέτης αλλά και το ίδιο το «διδακτικό» προσωπικού των «πανεπιστημίων» που αναμασά μηχανικά το ειρημμένο σερβιρισθέν υπό του νόμου πρόσταγμα κάθε φορά που τάχα πλήττεται η ακαδημαϊκή «ελευθερία». Και λέω τάχα πλήττεται γιατί στην πραγματικότητα η ακαδημαϊκή «ελευθερία» κι η «ελεύθερη» έκφραση και διακίνηση ιδεών έχουν προηγουμένως τρωθεί και στην κυριολεξία καταργηθεί από κάτι όλως άλλο και εφιαλτικώτερο.
Ο χώρος του όποιου «πανεπιστημίου» είναι πρωτίστως χώρος εξουσίας κι όλα τ’ άλλα ηχηρώς λεχθέντα από «νόμους» και «διδάσκοντες» έπονται. Κι ως τέτοιον πρέπει να τον βλέπουμε και να τον κρίνουμε κάθε φορά. Στον «πανεπιστημιακό» χώρο υπάρχει μία ιεραρχία (όπως ακριβώς στον στρατό, σε μία κομματική παράταξη, σε μία εταιρεία και γενικότερα σε κάθε οργανωμένη κοινωνική ομάδα) βάσει της οποίας ρυθμίζονται οι σχέσεις όλων αυτών που της ανήκουν. Κι οι σχέσεις αυτές είναι σχέσεις μεταξύ υφισταμένου και προϊσταμένου και τίποτα περσότερο. Μοιραία λοιπόν, οι υψηλά ιστάμενοι, λόγω της αίσθησης δύναμης που τους δίνει η όποια θέση κι ο όποιος τίτλος (κυρίως αυτός) στην ιεραρχία, ασκούν εξουσιαστική και ταυτόχρονα καθοδηγητική επίδραση στους πιο «κάτω» απ’ αυτούς. Τα περιθώρια διαφυγής από μία τέτοια επίδραση είναι ασφυκτικώς στενά, εάν όχι ανύπαρκτα, κι ο κάθε «συνετός» και «σώφρον» υφιστάμενος (απ’ τους χαμηλόβαθμους «διδάσκοντες» μέχρι και τους «φοιτητές») συμβιβάζεται (που θα πει, κάνει πως δεν βλέπει και δεν ακούει) και καταπνίγει μέσα του (μ’ όποιο κόστος) κάθε δυνατότητα αντίδρασης κι αντιλογίας!
Μέσα σ’ ένα τέτοιο αποπνιχτικό και στραγγαλιστικό κάθε γνήσιου προσώπου περιβάλλον είναι φυσικό κι επόμενο η διατύπωση περί ελεύθερης έκφρασης και διακίνησης ιδεών νάναι υποκριτική, όπως τόσα και τόσα άλλα διατάγματα κι αποφάσεις περί ανθρώπινων «δικαιωμάτων». Φυσικά, οι ιδέες στις οποίες κάνει αναφορά εδώ το άρθρο του νόμου δεν είναι μόνο οι ακαδημαϊκές αλλά κι οι πολιτικές κι οι κοινωνικές και γενικότερα όλα τα πιστεύω κι οι αντιλήψεις του κάθε εργαζόμενου μες στο «πανεπιστήμιο».
Επομένως: όποιος τολμήσει να προτείνει μεθόδους προσπέλασης ερευνητικών προβλημάτων που φαντάζουν για τους πολλούς ανορθόδοξες κι ασυνήθιστες, όποιος διατυπώσει μία λύση ή μία ερμηνεία σ’ ένα ερευνητικό ζήτημα διαφορετική απ’ τις παραδεδομένες και παραδοσιακές και κυρίως διαφορετική απ’ αυτές των δήθεν μεντόρων τους και «δασκάλων» τους (έτσι θέλουν οι «καθηγητές» να τους αποκαλούν οι συνεργάτες τους ή οι βοηθοί τους αλλά κι οι φοιτητές τους), όποιος διατυπώσει αιρετική γνώμη (δηλαδή εντελώς προσωπική κι αλλότρια της συνηθισμένης και συχνά ακουόμενης μέσα σε μία «πανεπιστημιακή» σχολή) πάνω σε θέματα λειτουργίας μίας σχολής και διαχείρισης νευραλγικών τομέων (π.χ., πρόγραμμα σπουδών, αριθμός εισαγωγής φοιτητών, ώρες διδασκαλίας κ.λ.π.), και τέλος όποιος εκφράσει πολιτική ή κοινωνική άποψη που σπάει τα καθιερωμένα και κατεστημένα, πρέπει να υποστεί και τις συνέπειες.
Κι οι συνέπειες ποικίλλουν και καλύπτουν όλους τους αναβαθμούς προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της αξιοκρατίας και, πάν’ απ’ όλα, της ίδιας της ελευθερίας την οποία επικαλούνται οι «καθηγητές» μαζί με τον «νομοθέτη»· απ’ τις πιο «ήπιες», όπως τα ειρωνικά σχόλια, ο χλευασμός κι η ταμπέλλα του τρελού, μέχρι τις πιο βαριές κι επώδυνες όπως, αν πρόκειται για διδάσκοντα, η παρακώλυση της εξέλιξής του με όποιο βρωμερό κι ύπουλο τρόπο κι αν πρόκειται για φοιτητή, η άδικη στέρηση της δυνατότητάς του για προβιβασμό σε συγκεκριμένα μαθήματα.
Στον χώρο του «πανεπιστήμιου» δεν μπορούν να επιβιώσουν όσοι ιδιοσυγκρασιακά αψηφούν την όποια μορφή εξουσίας με όποιο τρόπο κι οι ελεύθεροι στην διάνοια, δηλαδή τ’ αυθεντικά π ρ ό σ ω π α. Όσοι κουβαλάνε πρόθυμα την τσάντα του κύριου «καθηγητή» έχουν ελπίδες όχι μόνον νάναι αγαπητοί αλλά και να κάνουν «καριέρα».
Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης